“…αφόρητα μόνη και τρομαγμένη, κουρνιασμένη σε μια ακρούλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητου, ευχόμουν να ρουφηχτώ μέσα του, να εξαφανιστώ, σ’ όλη την παγωμένη σιωπηλή διαδρομή της επιστροφής από την ψυχιατρική κλινική. Δεν θα ‘λεγα του Φώντα. Δεν θα ‘λεγα σε κανέναν τίποτα, γιατί δεν ήξερα τι να πω. Το πλάσμα που μόλις είχα συναντήσει δεν ήταν η μητέρα μου…”
“Ναι, μάλλον αυτό καθόρισε τη ζωή μας. Αυτό καθορίζει τη ζωή όλων. Πληγές γονιών και παππούδων που δεν επουλώθηκαν, πόνοι που δεν υποτάχτηκαν σε γιατροσόφια. Τραύματα που διαπλέχτηκαν μεταξύ τους κι αέναα τροφοδοτούσαν το ένα το άλλο, δημιουργώντας ένα ενιαίο και αδιαίρετο νέο τραύμα, που πέρασε στην επόμενη γενιά και που κι εμείς θα το περάσουμε, αλεσμένο με νέα συστατικά, σε αυτήν που ακολουθεί. Βάσανα προϊστορικά κινούν τη ζωή του καθενός μας και την πλουτίζουν”.
Μια αληθινή ιστορία για ιστορίες που δεν ειπώθηκαν, γιατί κανείς δεν άντεχε να τις ξανασκεφτεί και κανείς δεν βρέθηκε που ν’ αντέχει να τις ακούσει.
Το φθινόπωρο του 1943 οι αντάρτες αρπάζουν όμηρο τον πατέρα της εννιάχρονης Καλλιόπης και λίγες μέρες αργότερα η θάλασσα ξεβράζει το πτώμα του. Τον χειμώνα του 1945 ο πατέρας του Νίκου δολοφονείται από ταγματασφαλίτες με λοστούς. Οχτώ χρόνια αργότερα, το 1953, η Καλλιόπη και ο Νίκος ερωτεύονται και ζευγαρώνουν για μια ολόκληρη ζωή, όπου κάθε τόσο φουντώνουν αμοιβαίες κατηγόριες για το ποιανού κόμματος οι οπαδοί σκότωσαν ποιανού τον πατέρα. Η απειλή να συλληφθεί ο Νίκος από τη στρατιωτική δικτατορία τον Απρίλιο του 1967 φέρνει την απόλυτη αποδιοργάνωση. Λίγους μήνες αργότερα η Καλλιόπη καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική και υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ.
Ένα βιβλίο για ιστορίες που έπρεπε να μείνουν κρυφές, που δεν μπορούσαν να ειπωθούν, γιατί κανείς δεν άντεχε να τις αρθρώσει. Για τον Εμφύλιο και για την ψυχική ασθένεια. Για το στίγμα, για το τραύμα, για τον αγώνα με τους μέσα μας δαίμονες και με τους δαίμονες έξω, για το πώς ό,τι συμβαίνει σε μια χώρα κλυδωνίζει ανεπανόρθωτα ένα-ένα τα σπιτικά της. Και για μια έφηβη, που τυλιγμένη μέσα στο νέφος όσων δεν πρέπει να ειπωθούν, μαθαίνει να ζει με την τρέλα και την απώλεια, παραπαίοντας ανάμεσα στην καταστροφή και τη δημιουργία. Αλλά κι ένα βιβλίο για στρωμένα οικογενειακά τραπέζια με λουλούδια στα βάζα, για μουσικές που γαληνεύουν, για βιβλία που συγκροτούν, για «τον αντίχειρα του πατέρα για να τυλίξεις γύρω του τη μικρή σου παλάμη και να σταθείς να περπατήσεις», για το απέραντο ανθολόγιο παροιμιών της αγράμματης γιαγιάς, που σε λυτρώνει στις δύσκολες ώρες. Για τον έρωτα, για την αγάπη, για την ιδεολογία, την πίστη, τη συμφιλίωση και τη συγχώρεση, για όσα μας κάνουν ανθεκτικούς και μας κρατούν ζωντανούς.