Οι Σαϊτες της Οργής του Νεφί – NEFI OMER ERZURUM
Ένας ελλόγιμος πλην χολιασμένος αοιδός στην αυλή του Μουράτ Χαν Δ΄ πομπεύει βεζίρηδες, πασάδες, ομοτέχνους, με λίβελους δριμείς και λογιών κοπρολογίες.
Ίσως και να μην υπήρξε στα χρονικά άλλος ποιητής που νά ‘χει κολαφίσει την εξουσία και τον γκροτέσκο θίασο των λακέδων της με τρόπο τόσο απροκάλυπτο και κυνικό, τόσο απόκοτο και προσβλητικό, τόσο αδυσώπητο και εξωφρενικό, αλλά συνάμα και τόσο σκαμπρόζικο, τόσο δαιμονικό, τόσο απολαυστικό όσο ? τραγικός Οθωμανός Ομέρ Ερζουρουμλού (1572-1635), που έφτασε ώς εμάς με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Nef’i. Και που να έχει χλευάσει με τέτοιο ζήλο, τέτοιον οίστρο, τέτοιο χάζι την ανθρώπινη φυλή, με την απληστία της, την κακοήθεια, την υποκρισία, την αγνωμοσύνη και τη μικροπρέπεια, με τη δολιότητα, την αλαζονεία, τη μισαλλοδοξία και τη μοχθηρία, με την αναισθησία, την πανουργία, τη βαναυσότητα και τ’ αποδέλοιπα κουσούρια της.
Ομοτράπεζος του γαληνότατου σουλτάνου Μουράτ Δ’, ο Νεφί δεν άφησε σε χλωρό κλαρί ολόκληρη σχεδόν την υψηλή κοινωνία και τους ιθύνοντες της εποχής του (καδήδες, ιμάμηδες και στρατιωτικούς, κάθε λογής πασάδες και βεζίρηδες, ως κι έναν αρχιμουφτή) αλλά και τους αντιπάλους του της γραφίδας, ακόμα και τον πατέρα του που τον είχε εγκαταλείψει σαν ήτανε μικρός, βγάζοντας στη φόρα τις λοβιτούρες και τις πομπές του καθένα από δαύτους. Η ιστορία του όμως δεν είχε καλό τέλος -– οι μπράβοι ενός απ΄ τους εχθρούς του, του αναπληρωτή Μεγάλου Βεζίρη Μπαϋράμ Πασά, τον στραγγάλισαν με τη χορδή ενός τόξου και έριξαν το κουφάρι του στο Βόσπορο.
- α, κοπρόσκυλο! αν μ’ έχει ο Θεός καλά, ως τη Συντέλεια θα σε σατιρίζω
να λέω την αλήθεια δε θα πάψω, συνεχώς θα καβγαδίζω
- α, κοπρόσκυλο! μ’ αντάλλαγμα κάποιο αξίωμα ή μια θέση στον παράδεισο
τέτοιο ταλέντο θεϊκό το πετάει κανείς στην άβυσσο;
- α, κοπρόσκυλο! αν έτσι δε μ’ είχες εσύ δυσαρεστήσει
λόγω τιμής, τόσες καινούριες σάτιρες δε θα ‘χαν ξεμυτίσει
- α, κοπρόσκυλο! απ’ αυτή τη σκρόφα γιατί παρασύρθηκες;
που κακό ψόφο να ‘χεις, εμένα που δεν έβγαζ’ άχνα τί σού ‘ρθε και με τσίγκλισες;